- άκαμπτος
- -η, -ο (Α ἄκαμπτος, -ον) [καμπτός]1. εκείνος που δεν κάμπτεται, δεν λυγίζει ή δεν έχει λυγίσει«ἄκαμπτος κλάδος»2. μτφ. όποιος δεν υποχωρεί, ανένδοτος«άκαμπτη αποφασιστικότητα»«ἄκαμπτοι βουλαὶ» (Πίνδ. Πυθ. 4, 72)3. μτφ. αυτός που δεν υποχωρεί σε καλοπιάσματα, κολακείες ή πιέσεις«άκαμπτος δικαστής»αρχ.απ’ όπου δεν υπάρχει γυρισμός«... ἄκαμπτον,... ἀνόστητον χῶρον... ἐνέρων» (Αντίπατρος, Ανθ. Παλ. 7.467).
Dictionary of Greek. 2013.